26/7/10

ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ ΚΑΙ ΗΧΩ



ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ ΚΑΙ ΗΧΩ

Κάποτε, αγόρι γέννησε η νύμφη Λειριόπη
σμίγοντας με τον Κηφισσό (στου μύθου τ’ ανθοτόπι).
Κάτω από γέρικη ιτιά, ο μάντης Τειρεσίας

είπε στη νύμφη τα βραχνά λόγια της προφητείας:

«Ως τα βαθιά γεράματα ο Νάρκισσος θα ζήσει,

την ομορφιά του αν δεν την δει κι αν δεν τηνε γνωρίσει!

Όθε περνά, κι η στέρφα γης ευθύς θα πρασινίζει·
κι όπου πατά, από έρωτα νεκρή θα κιτρινίζει.

Ούτε πουλί στον ουρανό, στη θάλασσα ούτε ψάρι

δεν θα μπορεί ν’ αντισταθεί στου Νάρκισσου τη χάρη.

Ούτε στη λίμνη νούφαρο, ούτε στα δάση γύρω

λουλούδι θα ‘ναι ευωδιαστό σαν του ίδρωτα το μύρο

που θα σταλάζει απ’ το κορμί κι απ’ τα μακριά μαλλιά του.
Κούμαρο δεν θα ματωθεί ποτέ σαν τα φιλιά του!»


Πέρασαν χρόνια… κι άλλαξαν φυλλώματα τα δέντρα,

άλλαξε βάρκα ο ψαράς, κι ο γεωργός βουκέντρα.

Πέρασαν χρόνια… γέμιζαν κι αδειάζαν τα ποτάμια,

γίναν’ τα ξύλα άροτρα, κοφίνια τα καλάμια·

κι ο Νάρκισσος μεγάλωνε κι ομόρφαινε ολοένα

σαν τα κρινάκια των λιμνών – που, απ’ τη δροσιά λουσμένα,

ανέγγιχτα κι αμύριστα, γέρνουνε το κεφάλι

το είδωλό τους να χαρούν στης λίμνης την αγκάλη…

Μια μέρα με τους φίλους του βγήκε να κυνηγήσει,

κι η νύμφη Ηχώ, που γύρευε αφορμή να του μιλήσει,
ακολουθούσε πίσω του – τρελά ερωτευμένη –
βαθιανασαίνοντας γοργά, στις φυλλωσιές κρυμμένη.

Ήταν μια νύμφη άτυχη, που η Ήρα στην οργή της

την καταράστηκε φωνή να μην έχει δική της

παρά μονάχα τη φωνή των άλλων να επιστρέφει

–όπως καθρέφτης το νερό γίνεται για τα νέφη!


Κάποια στιγμή ο Νάρκισσος ξέκοψε απ’ τους συντρόφους

και χάθηκε στα σύδεντρα που σκέπαζαν τους λόφους.

«Μήπως κανένας είν’ εδώ;» φώναξε. Πώς ν’ αντέξει;

«… εδώ» αντιλάλησε η Ηχώ την τελευταία λέξη!

«Έλα κοντά μου!» απάντησε ο Νάρκισσος.
Και χάμου
στη χλόη ξάπλωσε η Ηχώ ικετεύοντας:
«… κοντά μου!»

Την είδε ο νέος κι άσκεφτα,στο σάστισμά του επάνω,
είπε:
«Ποτέ! Χίλιες φορές πιο ωραία να πεθάνω
παρά να ερωτοσμίξουμε, ξεδιάντροπη κοπέλα!»
Τη λέξη έκοψε η Ηχώ κι είπε με δάκρυα: «…έλα!»

Έτρεξε ο Νάρκισσος μακριά, με πόδια φτερωμένα,

κι όπου πατούσε τρίζανε φύλλα κιτρινισμένα.


Γυμνά κλαδιά μπλεκότανε στα ξέπλεκα μαλλιά του,

και τα ρυάκια γέμιζαν με φως απ’ τη σκιά του.

Κατάσαρκα, απ’ τον ίδρωτα, ο χιτώνας του κολλούσε

κι από βοριάς σε ζέφυρο ο άνεμος γυρνούσε.

Κάποιο ελαφάκι πέτρωσε μπροστά του, μαγεμένο,

κι ένα αηδόνι κύλησε στο χώμα πεθαμένο,

γέρνοντας το κεφάλι του στου στήθους του το χνούδι

–μια ανάσα ήταν πιο γλυκιά κι απ’ αηδονιού τραγούδι!

Ο Νάρκισσος για μια στιγμή ξωπίσω του κοιτάει,

βλέπει το δρόμο αδειανό… και σταματάει!

Μα η νύμφη Ηχώ τα χνάρια του κρυφά ακολουθούσε

και των ποδιών του οσφραίνονταν τη σκόνη, που ευωδούσε!

Τρελά του Νάρκισσου η καρδιά χτυπάει κουρασμένη,

όπως εκείνων οι καρδιές που είναι ερωτευμένοι.

Αυτός δεν ερωτεύτηκε ποτέ μέχρι τα τώρα…

«Άραγε, πότε – σκέφτηκε – θα φτάσει αυτή η ώρα;

Τι βλέπουν και μαγεύονται οι άλλοι στη μορφή μου;
Tι νιώθουν, που δεν το ‘νιωσε ακόμα η ψυχή μου;»


Ο Ήλιος πάνω στο άρμα του χανότανε στη δύση,

οι Ώρες φτερουγίζανε στου δειλινού τη βρύση…

Κι ο Νάρκισσος εδίψασε.

Στα χόρτα τ’ ανθισμένα,να μια λιμνούλα!

Έσκυψε… κι είδε καθρεφτισμένα
τα δυο του μάτια στα νερά, όμορφα και μεγάλα.

«Αχ, τέτοια μάτια – στέναξε – στον κόσμο δεν είν’ άλλα!»

Είδε ένα στόμα κόκκινο, πιο κόκκινο απ’ το δείλι,
και να φιλήσει θέλησε τα ίδια του τα χείλη!

Σκύβει, φιλάει το νερό, το είδωλο όμως σβήνει…

Τρέχει το δάκρυ του θολό, κι η εικόνα του,κι εκείνη,

που ξαναφάνη απ’ το βυθό, τον βλέπει δακρυσμένη

–ήταν κι αυτή, όπως αυτός, μαζί του ερωτευμένη!

Έμεινε ο Νάρκισσος εκεί ώρες συνεπαρμένος,

απ’ τη δική του ομορφιά – ω, θεοί! – γοητευμένος.


Άρχιζε η νύχτα, άρχιζε γλυκά γλυκά να πέφτει

και θόλωνε το είδωλο του υδάτινου καθρέφτη…

«Αλίμονο – ψιθύρισε – ποτέ δεν θ’ αποκτήσω

το μόνο που μου έλαχε αγόρι ν’ αγαπήσω!»

Και τη φωνή ξανάφερε η Ηχώ στ’ αυτιά του πίσω:

«… το μόνο που μου έλαχε αγόρι ν’ αγαπήσω!»

Έπεφτε η νύχτα, έσμιγε με τις σκιές του δάσου…

«Γλυκό αγόρι – ο Νάρκισσος είπε – για πάντα γεια σου!»

και βύθισε του μαχαιριού τη λάμα μες στο στήθος!

«…για πάντα γεια σου!» είπε κι η Ηχώ.
Και συνεχίζει ο μύθος…
όπου το αίμα έσταξε του Νάρκισσου, απ’ το χώμα
λευκά κρινάκια φύτρωσαν, κόκκινο που ‘χουν χρώμα
στη μέση (το φθινόπωρο βγαίνουν στη γη ακόμα).
Κι η Ηχώ κρυμμένη στις σπηλιές, απ’ τον καημό λιωμένη,
κάθε φωνή που αντιφωνεί δείχνει… ναρκισσεμένη!

Αρχαίος ελληνικός μύθος
Διασκευή: Δ. Ε. Σολδάτος
Από την εφημερίδα

29/5/10

Δεν γίνεται να ηρεμίσεις......


Οι πάντες σε πιέζουν..........τα πάντα σε πιέζουν......ακόμα κ εσύ ο ίδιος......ΣΕ ΠΙΕΖΕΙΣ.........
Οι ρυθμοί γρήγοροι.....................οι απαιτήσεις τρελές........κ τότε ακριβώς αναρωτιέσαι................ΓΙΑΤΙ ΗΡΘΑ Σ'ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ???????????????????Κατανόηση πουθενά...............ανθρωπος να μιλήσεις δεν υπάρχει.......η μοναξιά κ οι φοβές συντροφιά σε κάθε βήμα...............................κ τότε ακριβώς αναρωτιέσαι............ΠΩΣ ΑΝΤΕΧΩ?????????????
Σήμερα είμαι 23.............οι μοναξιά μου φαντάζει πιο μεγάλη απ'το σύμπαν.......................προσπαθώ απο κάπου να πιαστώ,να αντέξω τούτο τον σκατόκοσμο.......................μια σανιδούλα τόση δα για να ελπίζω..............προσπαθώ,προσπαθώ κ όλο πνήγομαι...........................κάνω όνειρα κ γκρεμίζοντε το ένα πίσω απ'τ'άλλο.......Μια κοινωνία που δν μου προσφέρει τίποτα κ απαιτεί τόσα πολλά..............................