26/1/08


-Θα σκάψω γη και ουρανό,
θάλασσες θα γυρίσω
να 'βρω τ' αθάνατο νερό
να 'ρθω να σε ραντίσω.
*
-Μαντήλι νά 'χεις φυλαχτό
θα σου χρυσοκεντήσω
πάνω του να ιστορήσω
πόσο σ' αγαπώ.
*
-Όλα τα δώρα των θεών
σου χάρισαν οι Μοίρες.
Ό,τι ποθούσες στη ζωή
απλόχερα το πήρες.
Κι αν μ' αγαπάς αληθινά
ήλιε μου και φεγγάρι,
θά 'χω και γω λίγο απ' το φως
και τη δική σου χάρη.
*
-Υφαίνω μόνη ολημερίς,
τη νύχτα το ξηλώνω
η σκέψη σου είναι πυρκαγιά
κι εκεί σε ανταμώνω.
*
-Πάνω στα κάστρα τ' ουρανού
τ' αστέρια θα τρυγήσω
να σε χρυσοστολίσω,κόρη του δειλινού.
*
-Όλα τα δώρα των θεών
σου χάρισαν οι Μοίρες.
Ό,τι ποθούσες στη ζωή
απλόχερα το πήρες.
Μα, αν μ' αγαπάς αληθινά
βιάσου και μην αργήσεις
μες στων μνηστήρων τον κλοιό
μονάχη μη μ' αφήσεις.



Στίχοι:Γιώργος Κορδέλλας
Μουσική: Κώστας Χαριτάτος
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Υφαντής & Ερωφίλη ( Ντουέτο )

Μυρτιωτισσα





Έρωτας να 'ναι ή συφορά,
που κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει
κι έρχεται ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα
τρυφερά να με πλανέσει
*
Έρωτας να 'ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω
μου το κλει γλυκά το στόμα
κι όταν μείνω μοναχή
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα
*
Μα ό,τι και να 'ναι το ποθώ
και καλώς να 'ρθει το κακό
που είναι από σένα
θα γίνει υπέρτατο αγαθό
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ' αγαπημένα.
Μουσική:Σταμάτης Κραουνάκης

Νίκος Καζατζάκης

"...Κοίταζα το Κρητικό πέλαγο, τα κύματα που πύργωναν καμαρωτά στραφτάλιζαν μια στιγμή στον ήλιο κι έτρεχαν να ξεψυχήσουν κακαρίζοντας στα χοχλάδια του γιαλού, ένιωθα το αίμα μου να ακολουθάει το ρυθμό τους, να φεύγει από την καρδιά μου και να απλώνεται ως τα ακροδάχτυλα και τις ρίζες των μαλλιών μου, και γινόμουν πέλαγο και ατελείωτο ταξίδι και μακρινές περιπέτειες κι ένα τραγούδι περήφανο κι απελπισμένο, που αρμένιζε με μαύρα και κόκκινα πανιά απάνω στην άβυσσο. Και στην κορυφή του τραγουδιού ένα σκουφί θαλασσινό, και κάτω από το σκουφί ένα τραχύ ηλιοψημένο κούτελο και δυο μαύρα μάτια κι ένα στόμα παχνισμένο με αλισάχνη, και πιο κάτω δυο χοντρές αργασμένες χερούκλες κρατούσαν το τιμόνι..."
Μάγισσα να ΄μουν μάτια μου μονάχα για μια νύχτα
και μαγεμενος να πιαστείς τσ΄αγάπης μου τα δίχτυα!

Μα σαν πιαστείς να μην μπορείς την άκρη να την έβρεις
για μια ζωή ολόκληρη μεσ'την καρδιά να με ΄χεις..
Να ΄χα τη δύναμη να πιω τη θάλασσα καρδιά μου
για να στερέψει να βρεθείς γοργά στην αγκαλιά μου!

Τα όνειρά μου έγιναν πουλιά για να πετάξουν να ρθουν τση Κρήτης
τα βουνά να σε σφιχταγκαλιάσουν!

Μεσ το μεθύσι του σεβντά εσένανε θυμούμαι
τα δυο σου μάτια τα γλυκά ποτέ δεν τ΄απαρνούμαι!

Στη φεγγαρόλουστη νυχτιά λέω τα βάσανά μου
για ένα κοπέλι κρητικό που ΄χω μεσ την καρδιά μου!

Όσες βραδιές κι αν ξαγρυπνώ λέγοντας τον σεβντά μου
τόσο τα χρόνια θα περνούν αγάπη μου μακριά σου!

Δως μου φεγγάρι μου γλυκό βοτάνι μην πονάω
κι όλες τσι νύχτες αγκαλιά μαζί του να περνάω!

Φεγγάρι ζηλεύω τη χαρά και το σεβντά που έχεις
κάθε που έρχεται η νυχτιά στην αγκαλιά τση πέφτεις!

Πες μου νυχτιά το βότανο και τι το εποτίζεις
ίντα γλυκόλογα του λες και πάντα το κερδίζεις!

Πες μου να μάθω κι εγώ πως θα τον εκρατήσω
για μια ζωή ολόκληρη στο πλάι του να ζήσω!

Έβγα φεγγάρι μου λαμπρό και δείξε του το δρόμο
να βρω τα μάτια π΄αγαπώ για κείνανε που λιώνω!

Στείλε τ΄αστέρια τ΄ουρανού να του χρυσοκεντήσουν
το πιο γλυκό μου σ΄αγαπώ σ΄αυτόν να το χαρίσουν!

Ήλιος θα είσαι μάτια μου και γω θα ΄μαι φεγγάρι
σαν βασιλεύεις να γλιστράς μεσ τη ζεστή μου αγκάλη!

Σαν το φεγγάρι θα ΄θελα να σεργιανώ τη νύχτα
στην κάμαρά σου να κυλώ να σε φιλώ στα χείλια!

Όνειρο κι αν είσαι μακρινό εγώ πάντα ελπίζω
ίσως θελήσει ο Θεός στο πλάι σου να ζήσω!

Να ενωθούνε δυό καρδιές που τώρα χώρια ζούνε
για της αγάπης το σεβντά σαν μία να χτυπούνε!

Οι σαϊτιές του έρωτα λαβώσαν την καρδιά μου
γιαντα βρω την γιατρειά ποθώ την αγκαλιά σου!

Τα χάδια σου είναι βάλσαμο και τα φιλιά βοτάνι
μα για γίνω εγώ καλά τα ξαναθέλω παλι!

Στις θάλασσες να σεργιανώ τις σκέψεις μου να ρίχνω
με τ΄αφροισμένα κύματα μήπως σε λησμονήσω!

Μα είναι αδύνατον αυτό δεν θέλει η καρδιά μου
τη μέρα ζεις στη σκέψη μου τη νύχτα στα όνειρά μου!
Και να μου γράψεις σ' αγαπώ λάθος θα είναι γραμμένο
γιατί αγάπη τι θα πει δεν έχεις μαθημένο

Δεν ειναι αγάπη να αγαπάς είναι να σ' αγαπούνε
να κάνεις αλλονών καρδιές για'σένα να χτυπούνε.
Και να μου γράψεις σ' αγαπώ λάθος θα είναι γραμμένο
γιατί αγάπη τι θα πει δεν έχεις μαθημένο

δεν ειναι αγαπη να αγαπας ειναι να σ αγαπουνε
να κανεις αλλονων καρδιες για σενα να χτυπουνε.
Δεν θέλω την καρδούλα σου να την χαρίσεις σ΄άλλην
είναι για με η αγάπη του σα θάλασσα μεγάλη!

Ωκεανός η αγκάλη του κύματα τα φιλιά του
σαν ναυαγός θα πνίγομαι στα χάδια τα καυτά του!

Γι αυτόν γράφω ποιήματα γι αυτόν κι οι μαντινάδες
στα δυο του μάτια τα γλυκά θα τραγουδώ καντάδες!

Λόγο να έχεις και τιμή και υπογραφή να βάζεις
για το χατήρι μιας ψυχής την πίστη σου ν΄αλλάζεις!

Αγάπη είναι ν΄αγαπάς κι όταν δεν σ΄αγαπούνε
να καιγεται η καρδούλα σου γι αυτούς που σε ξεχνούνε!
Τα όνειρά σου να γενούν πουλιά για να πετάξουν
σε μιας αγάπης αγκαλιά για πάντα να κουρνιάσουν!
ΗΘΕΛΑ Ν'ΑΝΤΑΜΩΝΑΜΕ,ΝΑ ΠΩ,ΝΑ ΠΕΙΣ,ΝΑ ΠΟΥΜΕ,
ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΠΟΥ'ΧΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΝΑ ΤΟΝΕ ΜΟΙΡΑΣΤΟΥΜΕ.

ΗΘΕΛΑ ΝΑ'ΧΕ Η ΚΑΡΔΙΑ ΕΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑΚΙ,
ΝΑ ΤΟ ΑΝΟΙΓΩ ΣΑΝ ΠΟΝΕΙ,ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ.
ΤΟ ΜΗΛΟ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗ ΜΗΛΙΑ ΚΑΙ Η ΜΗΛΙΑ ΣΤΟ ΧΩΜΑ,
Ο ΠΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗ ΚΑΡΔΙΑ,ΤΟ "ΑΧ" ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ.

Μ'ΑΡΝΗΘΗΚΕΣ ΠΟΥ ΝΑ ΚΑΕΙ ΚΑΙ ΣΕΝΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΑΙΡΙ
ΑΛΛΟ ΝΑ ΜΗ ΔΕΙΣ,ΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΣΟΥ!
ΞΕΡΩ ΠΩΣ Μ'ΑΓΑΠΑΣ,ΜΑ ΕΧΩ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΓΝΟΙΑ
ΜΗΝ ΑΓΑΠΑΣ ΚΙ ΑΛΛΟΥ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΑΠΑΡΝΗΘΕΙΣ ΕΜΕΝΑ.

ΟΙ ΩΡΕΣ ΜΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙ ΣΟΥ ΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΠΕΤΑΝΕ
ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ-ΑΙΩΝΕΣ ΔΕΝ ΠΕΡΝΑΝΕ.

ΒΛΕΠΕΙΣ ΠΩΣ ΚΛΑΙΩ ΚΑΙ ΓΕΛΩ,ΜΕ ΔΥΟ ΚΑΡΔΙΕΣ ΓΥΡΙΖΩ.
Η ΜΙΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΓΕΛΩ,Η ΑΛΛΗ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥΖΩ.
ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΠΟΝΟ ΔΕ ΓΡΟΙΚΩ ΓΙΑΤΙ ΠΟΝΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ,
ΜΟΝΟ ΠΟΝΩ ΓΙΑΤΙ ΘΩΡΩ ΠΩΣ ΔΕΝ ΠΟΝΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.

ΝΑ ΜΗ ΘΑΡΡΕΙΣ ΠΩΣ Σ'ΑΓΑΠΩ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙΑΣΕΙΣ,
ΤΟ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ Σ'ΑΡΝΗΘΩ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΝΑ'ΧΕΙΣ.

ΠΟΤΕ ΣΟΥ ΔΕΝ ΑΓΑΠΗΣΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΝΟΙΩΣΕΙΣ,
ΠΟΣΟ ΚΟΣΤΙΖΕΙ ΜΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΟΤΑΝ ΘΑ ΤΗΝ ΛΑΒΩΣΕΙΣ.

ΑΛΛΙΩΣ ΤΑ ΛΕΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΑΛΛΙΩΣ ΤΑ ΚΑΝΕΙΣ.
ΘΑΡΡΩ ΠΩΣ ΕΒΑΛΕΣ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΜΕ ΞΕΚΟΥΖΟΥΛΑΝΕΙΣ!

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΓΕΛΙΟ ΠΟΛΕΜΩ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΜΟΥ ΝΑ ΘΑΨΩ
ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΜΕ ΒΛΕΠΕΙΣ ΝΑ ΓΕΛΩ,ΓΕΛΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΩ.

ΨΕΥΤΙΕΣ ΠΟΥΛΑΣ ΠΩΣ Μ'ΑΓΑΠΑΣ,ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΘΑΡΙΑ ΑΠΑΤΗ,
ΜΑ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ ΑΚΡΙΒΑ ΤΗΝ ΨΕΥΤΙΚΗ ΣΟΥ ΑΓΑΠΗ!

......

ΠΟΛΛΟΙ ΡΩΤΟΥΝ ΝΑ ΜΑΘΟΥΝΕ ΙΝΤΑ 'Ν' ΟΙ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ,
ΑΓΑΠΗ,ΓΝΩΣΗ ΚΙ ΟΜΟΡΦΙΑ ΝΑ ΛΕΣ ΜΕ ΔΥΟ ΑΡΑΔΕΣ!

Πόνε...

Περπατώ,περπατώ μες στο δάσος
όταν ο πόνος δεν είναι εδώ...
-Πόνε,πόνε είσαι εδώ?
Τρέχω για να σου κρυφτώ...
Μη με πάρεις αγκαλιά...
Τα χέρια σου είναι σκληρά...
και'χω τόσο πληγωθεί απ'τα δικά σου κόλπα...
Άσε με για λίγο,
λίγο να ξεφύγω...!!
Μην με καταδικάζεις πλάι σου να ζω...
Ξέρω θα γυρίσεις
και θα με κρατήσεις..
Μα άφησέ με λίγο πρώτα να χαρώ...
Μαίρη Μ.

24/1/08

...


"...και φτάσαμε στο άκρο εκείνο όπου θέλουμε να φτιάξουμε συναισθήματα σύμφωνα με τις οδηγίες των εννοιών. Λάθη ατελείωτα και τόσο σοβαρά που σίγουρα θα δικάζονταν οι υπαίτιοι τους σε θάνατο αν υπήρχαν δικαστήρια των ψυχών.
*
Μέσα στις πληγές της ηθικολογίας και της προσποίησης, μέσα στο τέλος κάθε προσπάθειας για έμπνευση, βλέπουμε το τελευταίο ηλιοβασίλεμα και ζηλεύουμε τόσο πολύ εκείνους που έχουν ακόμα το ριψοκίνδυνο συναίσθημα να το απολαύσουν. Ζητάμε και θέλουμε χωρίς να ξέρουμε τι, χωρίς να νοιαζόμαστε για τίποτα. Οίκτος να μια λέξη που μπορεί να ζωγραφίσει μια σκέψη μου..."
*
*
*
(δεν θυμάμαι το όνομα του συγγραφέα...)

22/1/08

Τόσοι Χειμώνες-Κ.Πολέμης (νομίζω!!!!)

Τόσοι χειμώνες πέρασαν
και τόσα καλοκαίρια
μα έχει απομείνει η αγάπη μας
ολάκαιρη και ακαίρια
...
Νιώθω πως σε πρωτόδα χθες,
πως τώρα σε πρωτόδα...
Πως τώρα πρωτομύρισα,
τα ευωδιαστά σου ρόδα.
...
Πως τώρα πρωτοχάιδεψα
τα ξέμπλεκα μαλλιά σου
και τα φιλιά τ'αμέτρητα
φιλιά μου και φιλιά σου...
...
Όλα είναι πρώτα,αγάπη μου
σαν πρώτα μας μεθάνε
και το στερνό μας το φιλί
και 'κείνο πρώτο θα'ναι
...
Τι κι αν διαβαίνουν οι καιροί?
Τι κι αν περνούν οι χρόνοι?
Παλιώνει ο λύχνος μα ποτέ
το φως του δεν παλιώνει...

21/1/08

Νεράιδες...Stavento


Οι νεράιδες θα ΄ρθούν στα όνειρα σου, να σου τραγουδήσουν.
Μην τους κάνεις κακό γιατί χωρίς παραμύθια τη ζωή μας θα αφήσουν.
Κρύβονται πίσω από καλλυντικά, διακριτικά
Δίνουν χρώμα στη νυχτιά, δεν αντέχουν την ψευτιά.
Δεν δανείζουν το κορμί τους μόνο για μια βραδιά
Δεν χαρίζουν την ψυχή τους αν αυτή δεν αγαπά.
Δεν χορεύουν σε τραπέζια και δεν γδύνονται στις πίστες
Δεν αντέχουν τη μιζέρια, δεν ανήκουνε σε λίστες
Πλουσίων πελατών, ξεμωραμένων εραστών
Μα προσέχουν το παρόν άφοβα για να κοιτούν το παρελθόν.
Αύριο, για τ΄αύριο φαντάζονται και μέχρι να ΄ρθει σε κομμάτια δεν μοιράζονται.

Φυλαχτό στο ραβδί τους η αγάπη,
Θα σ΄αγγίξει αυτό μονάχα αν δεν τους θυμίζεις κάτι.

Μεσ΄ τις πόλεις γυρνούν, τις καρδιές ντύνουν μ΄έντονους χτύπους
Τραγουδάνε γλυκά στης ψυχής μας τους όμορφους κήπους
Μακιγιάζ κι αν φορούν, να κρυφτούν θέλουν απ΄την κακία
Στο ραβδί τους κρατούν οι νεράιδες αγάπη,
Δίπλα σου υπάρχει μια!

Δε θα τρίξουν τα πλακάκια από μπροστά σου σαν περάσουν
Για δεν ντύνονται γυμνές τη λίμπιντο να ανεβάσουν
Υπάρχουν πάντα δίπλα μας, το μάτι δεν τις πιάνει
Γιατί ξέρουν και κρύβονται κακό να μην τις φτάνει.
Πληγώνονται πιο εύκολα μιας και αγαπούν στα αλήθεια
Και τύπους απορρίπτουνε που λένε παραμύθια.

Βιβλίο ανοιχτό αν είσαι εντάξει απέναντί τους
Για πάντα όμως χάνονται αν παίξεις μαζί τους.

Οι νεράιδες πονούν μα καταφέρνουν κι υπάρχουν ακόμα
Φταις εσύ, φταίω εγώ που θα μείνουν πιο λίγες σ΄αυτόν το αιώνα!
Κάθε δάκρυ τους πικρό λουλούδι στο χώμα
Κάθε γέλιο τους αστέρι λαμπερό στον ουρανό
Δες τη νύχτα τη φωτίζουν της αλλάζουνε χρώμα
Δεν θα γίνω υπαίτιος για άλλο λουλούδι πικρό!
Μεσ΄ τις πόλεις γυρνούν, τις καρδιές ντύνουν μ΄έντονους χτύπους
Τραγουδάνε γλυκά στης ψυχής μας τους όμορφους κήπους
Μακιγιάζ κι αν φορούν, να κρυφτούν θέλουν απ΄την κακία
Στο ραβδί τους κρατούν οι νεράιδες αγάπη,
Δίπλα σου υπάρχει μια!

Έρωτα Ψεύτη...



Ζωή....
Ζωή ονειρεμένη!!
Πόσο πιο όμορφη θα'σουν δίχως τον τύρρανο?
Αυτόν!τον μικρό φτερωτό..
Αυτό το δειλό,της Αφροδύτης τέρας!
Διασκεδάζει με τον πόνο των ψυχών...
Και κάνει τους ανθρώπους να πενθούν για χάρη του...
Αχ!γλυκέ μου τύρρανε...
Έρωτα....
Που κλέφτης είσαι
& πλανεύεις
καρδιές μπερδεύεις......
νιάτα κοροϊδεύεις...
Ντροπή ή θλήψη
γι'αυτούς που τυρρανάς
δε νιώθεις...
Έρωτα τύρρανε!!
Δε νοιάζεσαι το βόλι σου όταν ρίχνεις...
Έρωτα φονιά!Έρωτα κλέφτη....
Καταπατιτής,κλέβεις τα νιάτα & ψέμα σκορπάς...
Έρωτα ψεύτη...
Πως ο βοσκός να λατρέψει πριγκίπισσα?
Εσύ θα του την κλέψεις...
Έρωτα φονιά...
Την καρδιά τους κομματιάζεις...
& στα μάτια τολμάς να κοιτάζεις....
Ο πόνος είσαι που τον βοσκό ριμάζει...
η πριγκίπισσα στέκει και κλαίει...
& περιμένει μια Ανατολή...
Στο σκοτάδι την βύθισες...
Μονάχη της στέκει και κλαίει...
& 'συ γελάς!Διασκεδάζεις που καρδιές εραστών κομμάτια σκορπάς...
Με τα βέλοι σου λαβώνεις την καρδιά & το σκας!στα πόδια το βάζεις..Δειλέ!
Ένας κλέφτης,φονιάς...
Έρωτα............
Έρωτα ψεύτη....
& όμως η καρδιά μου στους ρυθμούς που προστάζεις χτυπά...
Σ'ακολουθεί σαν παιδί που του΄ταξαν παιχνίδια....



Μαίρη Μαρούγκα 14.11.2006

Μη-με-λησμόνει


Μη με ξεχνάς...

Όλα τα περίεργα ονόματα κρύβουν μία όμορφη ιστορία, ή ο λαός έτσι θέλει να πιστεύει

Μα δε χρειάστηκε να ψάξω πολύ, αφού η wikipedia στο σχετικό της άρθρο έχει όσες πληροφορίες θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν κάποιον γι' αυτά.
Ο μύθος, λοιπόν, μας πάει σε παλιές ρομαντικές εποχές, ένα απόγευμα ίσως, που ένας ιππότης απολάμβανε τον περίπατό του μαζί με τη γλυκιά συνοδό του δίπλα σε ένα πλούσιο ποτάμι. Σε κάποια στιγμή, ο ιππότης μας έσκυψε να κόψει λίγα όμορφα λουλούδια, αλλά το βάρος της πανοπλίας του τον έριξε μέσα στο φουσκωμένο ποταμό. Το νερό τον παρέσυρε και, καθώς πνιγόταν, πρόλαβε να πετάξει τα λουλούδια στην κοπέλα και να της φωνάξει "μη με λησμόνει!"...
Τα λουλούδια αυτά, λοιπόν, από τότε, τα φορούσαν οι γυναίκες για να συμβολίσουν, έτσι, αιώνια πίστη και αγάπη. Αντίστοιχα, η παράδοση ήθελε τα πρόσωπα που τα φορούσαν να μην ξεχνιούνται ποτέ από τους αγαπημένους τους.
Έτσι, από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι σήμερα, τα λουλουδάκια αυτά συχνά περνούν απαρατήρητα, κάπου κρυμμένα, να κουβαλάνε ήσυχα μία γλυκειά αγάπη.
Τα λουλούδια αυτά, λοιπόν, ανθίζουν τόσο στη λαϊκή παράδοση, όσο και στη σύγχρονη κουλτούρα.
Τέλος, τα τελευταία χρόνια, τα "μη-με-λησμόνει" έχουν αναχθεί από τις διάφορες οργανώσεις σε σιωπηλά σύμβολα για τους απανταχού εξαφανισμένους, αγνοουμένους, κλπ..
Έτσι και στην Ελλάδα, τα συναντάμε μερικές φορές σε αναφορές ή και εκδηλώσεις για την Κύπρο...

Γ. Ρίτσος-Μικρή σουΐτα σὲ κόκκινο μεῖζον (απόσπασμα)



Πλήθος λεμόνια
επάνω στὸ τραπέζι
στις καρέκλες
στο κρεβάτι
κίτρινες λάμψεις
τρέχουν το σώμα σου
μ᾿ αρέσει που βρέχει
νύχτα με χίλια λεμόνια
και ξαφνικά ο φακός του δασοφύλακα
να σταματάει τους βρεγμένους λαγούς
στα πισινά τους πόδια.



Διακοφτό 18.11.80




(Μια αδυναμία στους έλληνες ποιητές...& στην ποίηση!Θα φανεί στην πορεία!!)

20/1/08

Η Σονάτα Του Σεληνόφωτος-Γιάννης Ρίτσος

Είναι ένα έργο που αγαπώ πολύ....γι'αυτό και θα το βάλω και αυτό στο blog μου...πιστεύω πως και 1 όχι τοσο σθναισθηματικό άνθρωπο...μπορεί να τον αγγίξει...

(Να προσθέσω πως έχει περασμένες και της σκηνογραφικές σημιώσεις για τους θεατρόφιλους!!!!)

*
*

(Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ᾿ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φώς. Απ᾿ τα δυό παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω οτι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυό-τρείς ενδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)





Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.
Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα.
Καληνύχτα.

*
*
*
(Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.)

Ερωτικό...

Δεν μπορώ να ξέρω, δεν μπορώ να πω αν θα σ'αγαπώ
ίσαμε να φτάσω στη στερνή την ώρα όπως, κι όσο, τώρα
Ούτ' ο ερωτάς μου που σα ρόδο ανθεί,
αν θα μαραθεί πάλι σαν το ρόδο που το καίει το θέρο,
δεν μπορώ να ξέρω.
Ο,τι ξέρω είναι πως,
απ' την ημέρα που 'γινες δική μου
άνοιξαν κλεισμένες πύλες -και το θαύμα μπήκε στη ζωή μου
Ολα αλλάξαν όψη απ' το φως που εντός μου σκορπισε η χαρά,
σαν στα βαλτοτόπια που τα πλυμμυρίζουν ζωντανά νερά.
Εχω πια ξεχάσει όσα νοσταλγούσα κι ό,τι είχα ποθήσει:
Τώρα με φτερώνει μια καινούρια νιότη που δεν είχα ζήσει.
Τη ζωή τη βλέπω
σάμπως μεσ' από να μαγικό γυαλί κι απ' ό,τι ζητούσα μού δωσ' η αγάπη τόσο πιο πολύ,
πού να λέω αν όπως ήρθε μιαν ημέρα φύγει πάλι πίσω κι απομείνω μόνος,
κι όπως ήμουν πρώτα, -κάλλιο να μην ζήσω

Κώστας Ουράνης