26/1/08
Μυρτιωτισσα
Μα ό,τι και να 'ναι το ποθώ
και καλώς να 'ρθει το κακό
Νίκος Καζατζάκης
για να στερέψει να βρεθείς γοργά στην αγκαλιά μου!
Τα όνειρά μου έγιναν πουλιά για να πετάξουν να ρθουν τση Κρήτης
τα βουνά να σε σφιχταγκαλιάσουν!
Μεσ το μεθύσι του σεβντά εσένανε θυμούμαι
τα δυο σου μάτια τα γλυκά ποτέ δεν τ΄απαρνούμαι!
Στη φεγγαρόλουστη νυχτιά λέω τα βάσανά μου
για ένα κοπέλι κρητικό που ΄χω μεσ την καρδιά μου!
Όσες βραδιές κι αν ξαγρυπνώ λέγοντας τον σεβντά μου
τόσο τα χρόνια θα περνούν αγάπη μου μακριά σου!
Δως μου φεγγάρι μου γλυκό βοτάνι μην πονάω
κι όλες τσι νύχτες αγκαλιά μαζί του να περνάω!
Φεγγάρι ζηλεύω τη χαρά και το σεβντά που έχεις
κάθε που έρχεται η νυχτιά στην αγκαλιά τση πέφτεις!
Πες μου νυχτιά το βότανο και τι το εποτίζεις
ίντα γλυκόλογα του λες και πάντα το κερδίζεις!
Πες μου να μάθω κι εγώ πως θα τον εκρατήσω
για μια ζωή ολόκληρη στο πλάι του να ζήσω!
Έβγα φεγγάρι μου λαμπρό και δείξε του το δρόμο
να βρω τα μάτια π΄αγαπώ για κείνανε που λιώνω!
Στείλε τ΄αστέρια τ΄ουρανού να του χρυσοκεντήσουν
το πιο γλυκό μου σ΄αγαπώ σ΄αυτόν να το χαρίσουν!
Ήλιος θα είσαι μάτια μου και γω θα ΄μαι φεγγάρι
σαν βασιλεύεις να γλιστράς μεσ τη ζεστή μου αγκάλη!
Σαν το φεγγάρι θα ΄θελα να σεργιανώ τη νύχτα
στην κάμαρά σου να κυλώ να σε φιλώ στα χείλια!
Όνειρο κι αν είσαι μακρινό εγώ πάντα ελπίζω
ίσως θελήσει ο Θεός στο πλάι σου να ζήσω!
Να ενωθούνε δυό καρδιές που τώρα χώρια ζούνε
για της αγάπης το σεβντά σαν μία να χτυπούνε!
Οι σαϊτιές του έρωτα λαβώσαν την καρδιά μου
γιαντα βρω την γιατρειά ποθώ την αγκαλιά σου!
Τα χάδια σου είναι βάλσαμο και τα φιλιά βοτάνι
μα για γίνω εγώ καλά τα ξαναθέλω παλι!
Στις θάλασσες να σεργιανώ τις σκέψεις μου να ρίχνω
με τ΄αφροισμένα κύματα μήπως σε λησμονήσω!
Μα είναι αδύνατον αυτό δεν θέλει η καρδιά μου
τη μέρα ζεις στη σκέψη μου τη νύχτα στα όνειρά μου!
είναι για με η αγάπη του σα θάλασσα μεγάλη!
Ωκεανός η αγκάλη του κύματα τα φιλιά του
σαν ναυαγός θα πνίγομαι στα χάδια τα καυτά του!
Γι αυτόν γράφω ποιήματα γι αυτόν κι οι μαντινάδες
στα δυο του μάτια τα γλυκά θα τραγουδώ καντάδες!
Λόγο να έχεις και τιμή και υπογραφή να βάζεις
για το χατήρι μιας ψυχής την πίστη σου ν΄αλλάζεις!
Αγάπη είναι ν΄αγαπάς κι όταν δεν σ΄αγαπούνε
να καιγεται η καρδούλα σου γι αυτούς που σε ξεχνούνε!
ΜΟΝΟ ΠΟΝΩ ΓΙΑΤΙ ΘΩΡΩ ΠΩΣ ΔΕΝ ΠΟΝΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.
ΝΑ ΜΗ ΘΑΡΡΕΙΣ ΠΩΣ Σ'ΑΓΑΠΩ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙΑΣΕΙΣ,
ΤΟ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ Σ'ΑΡΝΗΘΩ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΝΑ'ΧΕΙΣ.
ΠΟΤΕ ΣΟΥ ΔΕΝ ΑΓΑΠΗΣΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΝΟΙΩΣΕΙΣ,
ΠΟΣΟ ΚΟΣΤΙΖΕΙ ΜΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΟΤΑΝ ΘΑ ΤΗΝ ΛΑΒΩΣΕΙΣ.
ΑΛΛΙΩΣ ΤΑ ΛΕΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΑΛΛΙΩΣ ΤΑ ΚΑΝΕΙΣ.
ΘΑΡΡΩ ΠΩΣ ΕΒΑΛΕΣ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΜΕ ΞΕΚΟΥΖΟΥΛΑΝΕΙΣ!
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΓΕΛΙΟ ΠΟΛΕΜΩ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΜΟΥ ΝΑ ΘΑΨΩ
ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΜΕ ΒΛΕΠΕΙΣ ΝΑ ΓΕΛΩ,ΓΕΛΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΩ.
ΨΕΥΤΙΕΣ ΠΟΥΛΑΣ ΠΩΣ Μ'ΑΓΑΠΑΣ,ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΘΑΡΙΑ ΑΠΑΤΗ,
ΜΑ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ ΑΚΡΙΒΑ ΤΗΝ ΨΕΥΤΙΚΗ ΣΟΥ ΑΓΑΠΗ!
Πόνε...
Τρέχω για να σου κρυφτώ...
24/1/08
...
22/1/08
Τόσοι Χειμώνες-Κ.Πολέμης (νομίζω!!!!)
21/1/08
Νεράιδες...Stavento
Δεν δανείζουν το κορμί τους μόνο για μια βραδιά
Μεσ΄ τις πόλεις γυρνούν, τις καρδιές ντύνουν μ΄έντονους χτύπους
Έρωτα Ψεύτη...
Μη-με-λησμόνει
Ο μύθος, λοιπόν, μας πάει σε παλιές ρομαντικές εποχές, ένα απόγευμα ίσως, που ένας ιππότης απολάμβανε τον περίπατό του μαζί με τη γλυκιά συνοδό του δίπλα σε ένα πλούσιο ποτάμι. Σε κάποια στιγμή, ο ιππότης μας έσκυψε να κόψει λίγα όμορφα λουλούδια, αλλά το βάρος της πανοπλίας του τον έριξε μέσα στο φουσκωμένο ποταμό. Το νερό τον παρέσυρε και, καθώς πνιγόταν, πρόλαβε να πετάξει τα λουλούδια στην κοπέλα και να της φωνάξει "μη με λησμόνει!"...
Τα λουλούδια αυτά, λοιπόν, από τότε, τα φορούσαν οι γυναίκες για να συμβολίσουν, έτσι, αιώνια πίστη και αγάπη. Αντίστοιχα, η παράδοση ήθελε τα πρόσωπα που τα φορούσαν να μην ξεχνιούνται ποτέ από τους αγαπημένους τους.
Έτσι, από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι σήμερα, τα λουλουδάκια αυτά συχνά περνούν απαρατήρητα, κάπου κρυμμένα, να κουβαλάνε ήσυχα μία γλυκειά αγάπη.
Τα λουλούδια αυτά, λοιπόν, ανθίζουν τόσο στη λαϊκή παράδοση, όσο και στη σύγχρονη κουλτούρα.
Τέλος, τα τελευταία χρόνια, τα "μη-με-λησμόνει" έχουν αναχθεί από τις διάφορες οργανώσεις σε σιωπηλά σύμβολα για τους απανταχού εξαφανισμένους, αγνοουμένους, κλπ..
Έτσι και στην Ελλάδα, τα συναντάμε μερικές φορές σε αναφορές ή και εκδηλώσεις για την Κύπρο...
Γ. Ρίτσος-Μικρή σουΐτα σὲ κόκκινο μεῖζον (απόσπασμα)
στις καρέκλες
στο κρεβάτι
20/1/08
Η Σονάτα Του Σεληνόφωτος-Γιάννης Ρίτσος
Είναι ένα έργο που αγαπώ πολύ....γι'αυτό και θα το βάλω και αυτό στο blog μου...πιστεύω πως και 1 όχι τοσο σθναισθηματικό άνθρωπο...μπορεί να τον αγγίξει...
(Να προσθέσω πως έχει περασμένες και της σκηνογραφικές σημιώσεις για τους θεατρόφιλους!!!!)
*
*
(Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ᾿ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φώς. Απ᾿ τα δυό παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω οτι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυό-τρείς ενδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.
Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα.
*
*
*
(Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.)
Ερωτικό...
Κώστας Ουράνης