20/3/08

Σ' αγαπάω...

Έρχονται ώρες
που όλα τα φοβάμαι
όσα θυμάμαι
κι ακόμα με πονούν
αυτές τις ώρες
να το θυμάσαι
πλάι μου να'σαι
όταν θα'ρθούν
δίπλα μου να'σαι
μαζί σου να με βρούν.
Να μ'αγκαλιάζεις
για να σ'αισθάνομαι
κι αν δεις να χάνομαι
να μ'ανεβάζεις,
να με ησυχάζεις,
και να με νοιάζεσαι,
να με χρειάζεσαι,
όπως κι εγώ.
Έρχονται ώρες
που οι σκέψεις με πληγώνουν
και δεν τελειώνουν
τα "πώς" και τα "γιατί"
γι'αυτές τις ώρες
κι οι δυο μας φταίμε
κι ό,τι κι αν λέμε
τι ωφελεί?
φτάνει που κλαίμε
και που είμαστε μαζί.
Να μ'αγκαλιάζεις
για να σ'αισθάνομαι
κι αν δεις να χάνομαι
να μ'ανεβάζεις,
να με ησυχάζεις,
και να με νοιάζεσαι,
να με χρειάζεσαι,
όπως κι εγώ.
Στίχοι: Ελένη Ζιώγα
Μουσική: Αντώνης Μιτζέλος
Εκτέλεση: Γιάννης Κότσιρας

Πατουσίτσες!!! hehehehe!!!

....oooO...............
.....(....)................
......)../....Oooo.....
.....(_/.....(...)........ Δεν ξέρω αν συμφωνείτε μαζί μου...
..............(_/......... Αυτές τις αξιολάτρευτες πατουσίτσες
........................... τις βρήκα σαν comments στο myspace,
......oooO............... τις ερωτεύτηκα ! ! ! !
.....(....)................ + ήθελα να τις προσθέσω στο blog μου!!
......)../....Oooo.....
.....(_/.....(....)....... Μα δεν είναι πολύ γουστόζικες????
...............)../........
..............(_/.........
...........................
......oooO...............
.....(....)................
......)../....Oooo.....
.....(_/.....(....).......
...............)../........
..............(_/.........
...........................
....I <3>..........
......................
.......................
...................

18/3/08

Ένα Αντίο...


Ένα αντίο που έπρεπε να ειπωθεί
κι ας είχε ειπωθεί ξανά
δεκάδες φορές στο παρελθόν.
Ένα αντίο που έπρεπε να ειπωθεί
γιατί η ζωή είναι αυτό που προχωρά
κι όχι αυτό που κάποτε συνέβη,
που πέρασε μα φυλακισμένο σε κρατά.
Ένα αντίο που έπρεπε να ειπωθεί
κι ας κρύβει μέσα του πόνο
κι ας κρύβει νοσταλγία
ας κρύβει θυμό.
Τι κι αν είχε ειπωθεί ξανά?
Με μέσα τεχνητά ζωή δε λογίζεται...
Άλλο να ζεις κι άλλο να επιζείς...
Άλλο να ζεις για κάποιον άλλο,
άλλο να ζεις μέσα από κάποιον άλλο...
Μα πώς τελειώνει ο έρωτας?
Πώς η αγάπη πεθαίνει?
Είναι ένας δρόμος που πρέπει μονάχος να διαβώ...
Να είσαι καλά, όπου κι αν πας.
Κάποτε θα καταλάβεις
πως το αντίο αυτό έπρεπε να ειπωθεί...


**Ευχαριστώ τον Άγγελο για την παροχή της φωτογραφιας...
(Αυτή είναι η αγαπημένη μου Άγγελε!!)

Πληθυντικός...

"ο έρωτας,όνομα ουσιαστικόν..........ενικού αριθμού...........γένους ανυπεράσπιστου"
Σε χίλιες λέξεις τον κρύβω, μ' ένα στυλό, σ' ένα χαρτί... σωπαίνω...
Καλπάζει η σκέψη μου... είμαι τόσο κοντά... είμαι τόσο μακρυά σου....
μια σκιά στο φως σου...


"Ο φόβος.........στην αρχή ενικός αριθμός και μετά πληθυντικός....... οι φόβοι
για όλα από 'δω και πέρα"

Ξεχασμένη σ' ένα όνειρο έμεινα, εκεί που μ' αγκάλιαζες και ξαναγεννιόμουνα...
Δεν πρόλαβα να βγω, έκλεισες τη πόρτα φεύγοντας ... και το κλειδί το είχες εσύ...
που το ξεκλείδωσες να μπω...


"Η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων........μόνο ενικού αριθμού και άκλιτη"
Ανυπεράσπιστος ο έρωτας, μάτια μου,φοβισμένος.... Θρυμματίζει τις στιγμές
σε λυγμούς, σε μια κόκκινη βροχή μνήμης... μ' εκδικείται για τ' ανείπωτα,
για τις ανάσες του που έπνιξα... για να μπορώ να σ' έχω...


"Η νύχτα, όνομα ουσιαστικόν, γένους θηλυκού,ενικός αριθμός.Πληθυντικός αριθμός........ οι νύχτες από 'δω και πέρα"
Εξαϋλώνομαι τις νύχτες, να χωράω στην χαραμάδα του ουρανού σου,
στην αντηλιά της ψυχής σου, σε μια κατάλευκη γαρδένια....
Ν' αφήνω ίχνη σιωπηρά, αγγίγματα αχνά, σκέψεις και λόγια σιωπής...
Να ξυπνάς το πρωί και να ξέρεις πως πάντα θα είμαι δίπλα σου κι ας μην
μπορώ ν' αγγίξω το χέρι σου...
Είμαι εδώ και κουρνιάζω στη καληνύχτα σου που σκεπάζει τα όνειρά μου...


Στα εισαγωγικά, στίχοι της Κ. Δημουλά από το ποίημα:
"Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
"

17/3/08

Τι Να Σου Πω?


Τόσες φορές πίσω σε δέχτηκα
Δίχως ντροπή και παραδέχτηκα
Πως σ'αγαπάω

Όμως εσύ για ποιόν με πέρασες
Γύρισες πίσω κι απλά προσπέρασες
Και που να πάω?

Σταμάτα λοιπόν να με βασανίζεις
Κουράστηκα πίκρες να μου χαρίζεις
Aσε με μόνο μου,
πιές απ' τον πόνο μου
Ήρθε ο καιρός να στο πω
Σταμάτα λοιπόν να το κουβεντιάζεις
Δεν θέλω κοντά μου να πλησιάζεις
Πες μου τι σκέφτηκες και εκμεταλλεύτηκες
Πόσο πολύ σ' αγαπώ

Τόσες φορές που μ' εγκατέλειψες
Να 'ξερες πόσο μου έλειψες
Και σε ζητούσα

Όμως εσύ ποτέ δεν νοιάστηκες
Την αγκαλία μου δεν χρειάστηκες

Μα σ' αγαπούσα

Σταμάτα λοιπόν να με βασανίζεις
Κουράστηκα πίκρες να μου χαρίζεις
Aσε με μόνο μου, πιές απ' τον πόνο μου

Ήρθε ο καιρός να στο πω
Σταμάτα λοιπόν να το κουβεντιάζεις
Δεν θέλω κοντά μου να πλησιάζεις
Πες μου τι σκέφτηκες και εκμεταλλεύτηκες
Πόσο πολύ σ' αγαπώ

Προσανατολισμοί



Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι

Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.

II.
Παιχνίδια τα νερά
Στα σκιερά περάσματα
Λένε με τα φιλιά τους την αυγή
Που αρχίζει
Ορίζοντας -

Και τ' αγριοπερίστερα ήχο
Δονούνε στη σπηλιά τους
Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγή
Της μέρας
Ήλιος -

Δίνει ο μαΐστρος το πανί
Στη θάλασσα
Τα χάδια των μαλλιών
Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του
Δροσιά-

Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ' αγνάντεμα
Ζωή -

III.
Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο — Έρωτας
Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος
Δίνει στον ορίζοντα
Κύματα φεύγουν έρχονται
Αφρισμένη απόκριση στ' αυτιά των κοχυλιών

Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη;
Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα
Γέρνει πανί του ονείρου
Μακριά
Έρωτας την υπόσχεση του μουρμουρίζει — Φλοίσβος.

Από την Ηχώ Στο Χάος

Έλα μαζί μου, αφού ήθελες νʼ αναίβεις
σε τούτη την απόκοσμη κορφή.
Μονάχα μη θελήσεις να κατέβεις,
δεν είναι πουθενά μια επιστροφή.
Την πλάνα ανησυχία σου θα πληρώσεις
όχι, σαν άλλοτε, με χαλασμό.
Τώρα πρώτη φορά θα παραδώσεις
και το στερνό σου ακόμα στοχασμό.
Και τότε πια, τα μάγια θα λυθούνε.
Θα μείνουμε μονάχοι στην ερμιά.
Τα γύρω σʼ ένα γύρο θα χαθούνε
και θα'μαστε σαν κρεμαστά κορμιά.
Τα χέρια μας μονάχα τα μαλλιά μας
θʼ αγγίζουνε στο φοβερό κενό.
Σαν άνεμος θα πέρνει τη μιλιά μας
και θα'ναι τάχα εμπόδιο κοινό,
ενώ μέσα στα λόγια μας θα πνέει
της ίδιας της ψυχής μας ο χαμός.
(Και μʼ όλα αυτά να μοιάζουμε σα νέοι
κιʼ ούτε κιʼ αυτός να λείπη ο στολισμός!)
Μαρία Πολυδούρη

Το Μονόγραμμα...

Ι.

Θα πενθώ πάντα-μ’ακούς;-για σένα,
μόνος,στον Παράδεισο.

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές,
Τής παλάμης,η Μοίρα,σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός...

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν,
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οι κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική
Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ,τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες.
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα,με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μας κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει.
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς;
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς;
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα,μ’ακούς;
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς;
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς;
Είμ’εγώ,μ’ακούς;
Σ’αγαπώ,μ’ακούς;
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς;
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς;

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς;
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς;
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς;
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-ένα , μ’ακούς;
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς;
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς;
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς;
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς;
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους;
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς;

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί-μ’ακούς;
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς;
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς;
Δέν υπάρχει τό χώμα,δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς;

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς...

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς;
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς;
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς;
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς;
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου!
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει-ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς;
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς;

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό;

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο,ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης,τίποτα!
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη-άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα μ’όλα της τά βοτάνια...

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.

VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη!όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί...

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !

VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα...

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ!

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδεισο...